🇬🇷 el en 🇬🇧

φήμη noun

  /ˈfi.mi/
  • διάδοση, λόγια που διαδίδονται από στόμα σε στόμα χωρίς να είναι διασταυρωμένα
rumour, rumor
  • η εντύπωση που επικρατεί στους άλλους ανθρώπους για το χαρακτήρα και την ποιότητα κάποιου, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει αποκτήσει κάποιος
reputation
  • η διασημότητα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
fame
Wiktionary Links