🇬🇷 el en 🇬🇧

φίλτρο noun

  /ˈfil.tɾo/
  • μέσο διήθησης και επεξεργασίας, συγκράτησης και διαχωρισμού ουσιών, ακτινοβολιών ή και σκέψεων
filter
Wiktionary Links