🇬🇷 el en 🇬🇧

φανάρι noun

  /faˈna.ɾi/
lantern, stoplight, streetlight

Φανάρι properNoun

  /faˈna.ɾi/
  • συνοικία της Κωνσταντινούπολης συνοικία της Κωνσταντινούπολης η οποία μετά το 1609 απέκτησε φήμη μιας και μεταφέρθηκε εκεί το πατριαρχείο και έγινε γνωστή ως συνοικία των προνομιούχων Ελλήνων, των Φαναριωτών
Fanari, Fener
Wiktionary Links