🇬🇷 el en 🇬🇧

φιάλη noun

  /fiˈa.li/
  • γυάλινο ή πλαστικό κυλινδρικό δοχείο με κλειστό λαιμό για υγρά, μπουκάλι, μποτίλια
bottle
  • (αρχαιολογία, κεραμική) ανοιχτό ρηχό αγγείο σε σχήμα δίσκου, πιατάκι
saucer
Wiktionary Links