🇬🇷 el en 🇬🇧

φοίνικας noun

  /ˈfi.ni.kas/
  • (δέντρο) αειθαλές τροπικό δέντρο της οικογένειας Palmae ή Arecaceae, το οποίο έχει ψηλό και κυλινδρικό, σχεδόν ίσιο και χωρίς κλαδιά, κορμό που καταλήγει σε θύσανο
palm tree, palm, phoenix, phenix

Φοίνικας properNoun

  /ˈfi.ni.kas/
Phoenician

Φοίνικας properNoun

  /ˈfi.ni.kas/
Foinikas
Wiktionary Links