🇬🇷 el en 🇬🇧

φοβερός adjective

  /fo.veˈɾos/
  • που προκαλεί τρόμο ή φόβο, ο τρομακτικός
  • πολυ έντονος, που ενοχλεί, ενοχλητικός, απαράδεκτος
frightening
Wiktionary Links