🇬🇷 el en 🇬🇧

φορτισμένος

  • (φυσική) που έχει ηλεκτρικό φορτίο, θετικό ή αρνητικό
charged
  • συσκευή που είναι πλήρης ηλεκτρικού φορτίου, είναι γεμάτη (ηλεκτρισμό), έχει φορτισθεί επαρκώς
charged, loaded
Wiktionary Links