🇬🇷 el en 🇬🇧

φουλ noun

  /ˈful/
  • (χαρτοπαίγνιο, πόκερ, πόκα) συνδυασμός φύλλων με μεγάλη αξία, τριών όμοιων και δύο όμοιων χαρτιών
full house
Wiktionary Links