🇬🇷 el en 🇬🇧

φτιάξιμο noun

  • η κατασκευή
building, constucting, making
  • η επιδιόρθωση, η επισκευή
fixing, mending, repair
  • η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί
getting high
Wiktionary Links