🇬🇷 el en 🇬🇧

φτιάχνω verb

  • κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
make, date
  • (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
fix
Wiktionary Links