🇬🇷 el en 🇬🇧

φτιάχνω verb

  /ˈftça.xno/
  • κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
make, date
  • (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
fix
  • (για πρόσωπο) «φτιάχνω κάποιον»
  • (ειρωνικό) εκνευρίζω, σπάω τα νεύρα
  • προκαλώ, διεγείρω ερωτικά
date
Wiktionary Links