🇬🇷 el en 🇬🇧

φυσίγγιο noun

  /fiˈsiŋ.ɟi.o/
  • (στρατιωτικός όρος) (πυρομαχικά) το σύνολο βλήματος και κάλυκα που περιέχει την εκρηκτική γόμωση
cartridge
Wiktionary Links