🇬🇷 el en 🇬🇧

φυσιολογικός adjective

  /fi.si.o.lo.ʝiˈkos/
  • σχετικός με τον ιατρικό κλάδο της φυσιολογίας
physiological
  • που ακολουθεί αυτό που συμβαίνει συνήθως στη φύση
natural, normal
Wiktionary Links