🇬🇷 el en 🇬🇧

φυτό noun

  /fiˈto/
  • (βοτανική) ζωντανός οργανισμός ριζωμένος στο έδαφος από το οποίο απορροφά νερό ως πηγή θρεπτικών στοιχείων, και μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε χημική μέσω της φωτοσύνθεσης
plant
  • (μεταφορικά) ασθενής που δεν έχει επικοινωνία με το περιβάλλον και συνείδηση
vegetable, in a vegetative state
Wiktionary Links