🇬🇷 el en 🇬🇧

φωτοβολταϊκό noun

  • το σύστημα ή το πάνελ που συμβάλλει στη μετατροπή της ηλιακής ακτινοβολίας σε ηλεκτρική τάση
photovoltaic cell, solar panel
Wiktionary Links