φόρμα
noun
|
- ρούχα για σκληρές, χειρωνακτικές ή γενικά κοπιαστικές δουλειές από τις οποίες μπορεί κάποιος να λερωθεί ή και το ρούχο του να φθαρεί/σκιστεί -συχνά ολόσωμα
|
tracksuit
|
- έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις το οποίο πρέπει να συμπληρώνει ένας ενδιαφερόμενος με τα στοιχεία του
|
form
|
- (μεταφορικά) η καλή και φυσική, σωματική ή ψυχολογική κατάσταση
|
shape,
pan
|
- καλούπι που δίνει μορφή σε άλλα αντικείμενα όταν αυτά είναι από από εύπλαστο υλικό ή γίνονται εύπλαστα κάτω από ειδικές συνθήκες
|
pan
|