🇬🇷 el en 🇬🇧

φύλλο noun

  /ˈfi.lo/
  • (βοτανική) διακριτό μέρος φυτού στο οποίο συμβαίνει η φωτοσύνθεση
leaf
  • (χαρτοποιία) τυποποιημένο επίπεδο κομμάτι χαρτιού
sheet
  • (γαστρονομία) σχετικά επίπεδο και λεπτό κομμάτι ζύμης
  • οι εφημερίδες, αλλά και έντυπα που δεν κυκλοφορούν απαραιτήτως καθημερινά
filo, phyllo
  • (μεταλλουργία) τυποποιημένο επίπεδο κομμάτι μετάλλου
foil, plate
Wiktionary Links