🇬🇷 el en 🇬🇧

χαλαρός adjective

  /xa.laˈɾos/
loose, slack
  • που δεν χαρακτηρίζεται από ένταση ή γρήγορους ρυθμούς ή εκνευρισμό
relaxed, laid-back
Wiktionary Links