🇬🇷 el en 🇬🇧

χαρακτηριστικό noun

characteristic
  • (στον πληθυντικό) χαρακτηριστικά ουδέτερο στον πληθυντικό οι λεπτομέρειες της φυσιογνωμίας κάποιου, του προσώπου του
attribute, property
Wiktionary Links