🇬🇷 el en 🇬🇧

χεριά noun

  /çeɾˈʝa/
  • (λαϊκότροπο και μάλλον παρωχημένο) μια αρμαθιά,η χεροβολιά, η δράκα, όσα μπορεί να αδράξει και να κρατήσει η παλάμη, το χέρι, η κλεισμένη γροθιά ως μονάδα όγκου
fistful, handful, four inches, handbreadth
  • (λαογραφία) τρόπος μέτρησης σιταριού και άλλων παρομοίου σχήματος φυτών -γενικά ειδών
four inches, handbreadth
Wiktionary Links