🇬🇷 el en 🇬🇧

χοντρός adjective

  /xonˈdɾos/
  • (για άνθρωπο) που έχει μεγάλο βάρος σε σχέση με το ύψος του, παχύς
fat, corpulent
  • (για αντικείμενα) που έχει μεγάλη διάμετρο
thick, coarse
Wiktionary Links