🇬🇷 el en 🇬🇧

χρήση noun

  /ˈxɾi.si/
use, usage
  • (οικονομία) οι οικονομικές δραστηριότητες και δικαιώματα ενός έτους (ή άλλου χρονικού διαστήματος), ιδίως στα πλαίσια προϋπολογισμών και ισολογισμών
financial year, fiscal year
Wiktionary Links