🇬🇷 el en 🇬🇧

χρονισμός noun

  • η ρύθμιση ενός μηχανισμού ώστε κάποια λειτουργία του να συμβαίνει σε κατάλληλο χρόνο, σχετικό με άλλη λειτουργία της
  • η επιλογή του χρόνου στο οποίο θα γίνει κάποια ενέργεια
timing
Wiktionary Links