🇬🇷 el en 🇬🇧

χρυσός noun

  /xɾiˈsos/
  • (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 79 και χημικό σύμβολο το Au
  • (συνεκδοχικά) το χρήμα, ο πλούτος
gold

χρυσός adjective

  /xɾiˈsos/
  • που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφένιος
golden
Wiktionary Links