🇬🇷 el en 🇬🇧

χρόνος noun

  /ˈxɾo.nos/
  • (με πληθυντικό, αρσενικό οι χρόνοι ή και ουδέτερο τα χρόνια)
  • (με πληθυντικό μόνον αρσενικό: οι χρόνοι)
time, tense
  • (με γενική πληθυντικού: χρόνων και προφορικό: χρονών & χρονώ) μονάδα μέτρησης της ηλικίας
year
  • (γραμματική) ρηματικός τύπος που φανερώνει πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα
tense, time

Χρόνος

Chronos
Wiktionary Links