🇬🇷 el en 🇬🇧

χταπόδι noun

  • (μαλάκιο) θαλασσινό κεφαλόποδο μαλάκιο, με μεγάλο κεφάλι απ' όπου ξεκινούν οχτώ πλοκάμια
octopus
  • ιμάντας με ελαστικότητα και δύο γάντζους στις άκρες του που χρησιμοποείται για να προσδεθούν αντικείμενα σε σχάρα αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας
bungee cord, octopus strap
Wiktionary Links