🇬🇷 el en 🇬🇧

χωνευτήριο noun

  • (μεταλλουργία) ειδικό ανθεκτικό δοχείο για την πύρωση και το λιώσιμο / τήξη διαφόρων μετάλλων ή άλλων υλικών
crucible, smelter
  • (μεταφορικά) χοάνη (που συμβάλλει στην ανάμειξη, αφομοίωση, ομογενοποίηση κ.λπ.)
melting pot
Wiktionary Links