🇬🇷 el en 🇬🇧

χύμα adverb

  /ˈçi.ma/
  • για αντικείμενα που τοποθετούνται κάπου χωρίς τάξη
any old how, at random, chaotically, topsy-turvy
  • για τρόφιμα ή ποτά που πωλούνται χωρίς να είναι συσκευασμένα ή εμφιαλωμένα
bulk
Wiktionary Links