ψίλωση
noun
/ˈpsi.lo.si/
|
- (γλωσσολογία) η σταδιακή απώλεια της προφοράς του χι στην αρχή λέξεων της ελληνικής γλώσσας, φαινόμενο που άρχισε ήδη από την αρχαϊκή εποχή (π.χ. στη Λέσβο) και ολοκληρώθηκε τον 3ο ή το πολύ τον 4ο αιώνα μ.Χ. στις υπόλοιπες ελληνόφωνες περιοχές
- (γραμματική) το αποτέλεσμα του ψιλώνω, η χρήση, εφαρμογή του πνεύματος της ψιλής από τους γραμματικούς της Αλεξάνδρειας στα κεφαλαία και στα πεζά φωνήεντα, ώστε να προφέρονται ελαφρά, σε αντιδιαστολή προς όσα φωνήεντα (και σύμφωνα) δάσυναν ώστε να προφέρονται πιο σκληρά ή με ένα ήπιο χι
- (παρωχημένο) η αποτρίχωση στη βυζαντινή και αρχαιοελληνική κοινωνία, με τη βοήθεια ψιλόθρων
|
H-dropping,
psilosis,
use of spiritus lenis
|