🇬🇷 el en 🇬🇧

ψηλός adjective

  /psiˈlos/
  • (για αντικείμενο) που έχει μεγάλο ύψος
high, tall
  • (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μεγάλο ανάστημα
tall, high
Wiktionary Links