🇬🇷 el en 🇬🇧

ψιλωτικός adjective

  • που μπορεί να επιφέρει αποψίλωση σε δάση ή αλλού
clearing, relevant to deforestation
  • (γλωσσολογία) ο σχετικός με το γλωσσολογικό φαινόμενο της ψίλωσης
psilotic
Wiktionary Links