🇬🇷 el en 🇬🇧

ωριαίος adjective

  /o.ɾiˈe.a/ , /o.ɾiˈe.o/ , /o.ɾiˈe.os/
  • που έχει διάρκεια μίας ώρας
hour-long
  • που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα της μίας ώρας
  • που επαναλαμβάνεται κάθε μία ώρα
hourly
Wiktionary Links