🇬🇷 el en 🇬🇧
όποιος
/ˈo.pços/
|
|
---|---|
whatever, whichever, whoever |
- όποιος καεί με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
- a burnt child dreads the fire, once bitten, twice shy
- γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
- he who laughs last laughs best
- όποιος αγαπά, τιμωρεί
- spare the rod and spoil the child
- όποιος το λέει είναι
- I know you are but what am I?
- όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι
- a burnt child dreads the fire
- όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα
- he who digs a pit for others falls in himself
Wiktionary Links
- ελληνικά: όποιος