🇬🇷 el en 🇬🇧

όροφος noun

  /ˈo.ɾo.fos/
  • χώρος οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές που αποτελείται από ένα ή περισσότερα διαμερίσματα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο (ο όρος δεν εφαρμόζεται στο υπόγειο, το ισόγειο, ή τον ημιώροφο)
floor, storey, story
Wiktionary Links