🇬🇷 el en 🇬🇧

όρυγμα noun

  /ˈo.ɾiɣ.ma/
  • (στρατιωτικός όρος) σκαμμένη τάφρος, μέσα στην οποία προστατεύονται οι στρατιώτες από τα πυρά του εχθρού
ditch, dugout, fosse, pit
  • (λόγιο) σκαμμένο τμήμα του εδάφους (με ικανό βάθος)
ditch, fosse, pit
Wiktionary Links