🇬🇷 el en 🇬🇧

όχθος noun

  • (γεωλογία) ύψωμα γης, μικρός λόφος, γήλοφος (κοντά σε ποτάμια ή ρυάκια)
eminence
  • (ιατρική) κομμάτι του δέρματος που προεξέχει, έκφυμα δέρματος (όπως στη λέπρα)
tubercle
Wiktionary Links