🇬🇷 el en 🇬🇧

ύφεση noun

  /ˈi.fe.si/
  • (οικονομία) η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας
recession, flat, depression
  • (μουσική) η αλλοίωση ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω
flat
  • (διεθνής πολιτική) η μείωση της έντασης ανάμεσα στα έθνη, η μείωση των εξοπλισμών
détente
Wiktionary Links