🇬🇷 el es 🇪🇸

αγάπη noun

  /aˈɣa.pi/
  • συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας ή στοργής καθώς και η έκφρασή του με λόγια ή πράξεις
amor, pasión
Wiktionary Links