🇬🇷 el es 🇪🇸

καρδιά noun

  /kaɾˈðʝa/
  • (ανατομία) μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος
corazón
Wiktionary Links