🇬🇷 el es 🇪🇸

μάτι noun

  /ˈma.ti/
  • (ανατομία) ο οφθαλμός, το όργανο της όρασης
ojo
  • ασχημάτιστη φύτρα, βλαστός φυτού
hacer la vista gorda
Wiktionary Links