🇬🇷 el es 🇪🇸

ωκεανός noun

  /o.ce.aˈnos/
  • (γεωγραφία) μεγάλη θαλάσσια έκταση που χωρίζει ηπείρους μεταξύ τους και καλύπτει μεγάλο μέρος της υδρογείου.
océano

Ωκεανός properNoun

  /o.ce.aˈnos/
Océano
Wiktionary Links