🇪🇸 es el 🇬🇷
caballo noun |
|
---|---|
|
άλογο, ίππος |
|
ίππος, άλογο |
|
ίππος |
- cola de caballo
- αλογοουρά
- a caballo regalado, no le mires el diente
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια., καποιανού του χαρίζανε ένα γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια
- caballo de Troya
- δούρειος ίππος
- a caballo regalado, no se le mira el colmillo
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια., καποιανού του χαρίζανε ένα γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια
- a caballo regalado, no le mires el dentado
- του χαρίζανε γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια
- caballo del diablo
- αλογάκι της Παναγίας
Wiktionary Links
- español: caballo