🇬🇷 el es 🇪🇸

κόκκινος adjective

  /ˈko.ci.nos/
  • (για χρώμα) που έχει το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
rojo, colorado
  • (πολιτική) ο κομμουνιστής
rojo
Wiktionary Links