🇬🇷 el es 🇪🇸

μέσα adverb

  /ˈme.sa/
  • στο εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου
  • με κατεύθυνση το εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου
  • σε κάποια χρονική στιγμή
  • δηλώνοντας συμμετοχή
en
Wiktionary Links