🇬🇷 el fi 🇫🇮

άγω verb

  /ˈa.ɣo/
ajaa
  • (φυσική) μετακινώ, επιτρέπω τη δίοδο της θερμότητας ή του ηλεκτρικού ρεύματος, λειτουργώ ως αγωγός,
hoitaa
Wiktionary Links