🇬🇷 el fi 🇫🇮

γάτα noun

  /ˈɣa.ta/
  • (θηλαστικό ζώο) κατοικίδιο τετράποδο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των Αιλουροειδών. Έχει ευλύγιστο σώμα, στρογγυλό κεφάλι, μακριά ουρά και γαμψά νύχια που εξυπηρετούν στην αναρρίχηση και τη σύλληψη του θηράματος
kissa
Wiktionary Links