🇬🇷 el fi 🇫🇮

μονόδρομος adjective

  /moˈno.ðɾo.mos/
  • (τηλεπικοινωνίες) simplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται προς μία κατεύθυνση, όπως στη ραδιοφωνία από τον ραδιοφωνικό σταθμό (πομπός) στα ραδιόφωνα (δέκτης)
yksisuuntainen

μονόδρομος noun

  /moˈno.ðɾo.mos/
yksisuuntainen
Wiktionary Links