🇬🇷 el fi 🇫🇮

σταυρός noun

  /staˈvɾos/
  • (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα αποτελούμενο στην πιο απλή του μορφή από δύο ευθύγραμμα τμήματα τεμνόμενα σε γωνία 90 μοιρών
risti, rasti
Wiktionary Links