🇬🇷 el fi 🇫🇮

γυναίκα noun

  /ʝiˈne.ka/
  • κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το κορίτσι)
nainen
Wiktionary Links