🇬🇷 el fi 🇫🇮

εγείρω verb

  /eˈʝi.ɾo/
  • σηκώνω, προβάλλω
  • (μεταφορικά) προκαλώ, γεννώ σκέψη ή σκέψεις
nostaa
kivikasa
Wiktionary Links