🇬🇷 el fi 🇫🇮

μπούστο noun

  • (ανατομία) το μέρος του σώματος από τη μέση (ή το στήθος) ως τον λαιμό και τους ώμους
  • (συνεκδοχικά) είδος (γυναικείου) ενδύματος που καλύπτει (σφιχτά) το μπούστο (1)
  • (κατ’ επέκταση) άγαλμα που παριστάνει έναν άνθρωπο από την κεφαλή ως τη μέση (ή ως το στήθος)
povi
Wiktionary Links